σωληνοειδές — σωληνοειδής pipe shaped masc/fem voc sg σωληνοειδής pipe shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
Solenoidal vector field — In vector calculus a solenoidal vector field (also known as an incompressible vector field) is a vector field v with divergence zero at all points in the field; The fundamental theorem of vector calculus states that any vector field can be… … Wikipedia
Соленоидальное векторное поле — Содержание 1 Определение 2 Примеры 3 Этимология 4 См. также … Википедия
Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
δεντάλιο — (dentalium).Μαλάκιο της ομοταξίας των σκαφοπόδων, της οικογένειας των δενταλιιδών. Το δ. είναι ο τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας. Ζει σε όλες τις θάλασσες, από τις ακτές έως τα πολύ βαθιά νερά. Έρπει αργά στον βυθό και κρύβεται μέσα στην άμμο… … Dictionary of Greek
ενσταλακτήρας — ο σωληνοειδές όργανο ειδικό για ενσταλάξεις, σταγονόμετρο … Dictionary of Greek
εντερόμορφος — η πράσινο σωληνοειδές θαλάσσιο φύκος … Dictionary of Greek